- ονοματογράφος
- ὀνοματογράφος, -ον (Μ)αυτός που καταγράφει ονόματα σε κατάλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονοματογραφώ — ὀνοματογραφῶ, έω (Μ) [ονοματογράφος] εγγράφω, καταχωρίζω ονόματα προσφάτως βαπτισμένων σε κατάλογο … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek